- αδείπνητος, -η
- -ο και άδειπνος, -η, -ο αυτός που έμεινε νηστικός το βράδυ: Φτάσαμε στο χωριό αργά τη νύχτα και μείναμε αδείπνητοι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αδείπνητος — η, ο [δειπνώ] αυτός που δεν δείπνησε, δεν πήρε βραδινό φαγητό … Dictionary of Greek
άδειπνος — η, ο (Α ἄδειπνος, ον) [δεῑπνον] αυτός που δεν δείπνησε, που δεν έφαγε βραδινό φαγητό, ο αδείπνητος … Dictionary of Greek
αδείπνιστος — η, ο [δειπνίζω] αδείπνητος* … Dictionary of Greek